-
1 συν-υφή
συν-υφή, ἡ, das Gewebe; ξυνυφὴν ( vulg. ξυμφυήν) ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλ' ὁτιοῠν, Plat. Legg. V, 734 e; auch ἡ τῶν οἰκήσεων συνυφή, Epinom. 975 a; u. Sp.
-
2 συνυφη
-
3 δια-κόσμησις
δια-κόσμησις, ἡ, Anordnung. Einrichtung; τῶν νόμων Plat. Legg. IX, 853 a; καὶ σύνταξις Tim. 24 c; πόλεων καὶ οίκήσεων Conv. 209 a; – Sp.
-
4 διακοσμησις
- εως ἥ1) приведение в порядок, упорядочение, устроение(πόλεων καὴ οἰκήσεων Plat.; τοῦ σώματος Arst.)
διακοσμήσεις περί τι Plut. — меры по приведению в порядок чего-л.2) порядок, благоустройство(ἥ τῶν ὅλων τάξις καὴ δ. Arst.)
-
5 οἴκησις
A the act of dwelling or inhabiting,ἡ κατὰ τὴν χώραν αὐτόνομος οἴ. Th.2.16
;ποιέεσθαι οἴ. ὑπὸ γῆν Hdt.3.102
; κοινωνεῖν τῆς οἰ. to share in residence, Arist.Pol. 1275a8 ;διάθεσιν.. πρὸς οἴκησιν δεδωκώς Sammelb.5357.6
(v A.D.) ; right of residence,εἶναι αὐτοῖς.. οἴκησιν Ἀθήνησι IG12.110.31
.II house, dwelling, Hdt.9.94, A.Supp. 1009, S.Ph.31, Pl.Prt. 321d, Aeschin. 1.124, etc. ;ἔγκτησις γᾶς καὶ οἰκήσιος Delph.3(1).359
(iii B. C.) ; residence of a satrap, X.HG3.2.1 ; στρατηγικὴ οἴ. Wilcken Chr.385.67 (iii B. C.) ; κατασκαφὴς οἴ. ἀείφρουρος, of the grave, S.Ant. 892 ;εἰς τὴν ἀΐδιον οἴ. X.Ages.11.16
; lair of beasts, Id.Cyn.13.14, cf. Pl.Prt. 320e; bird's nest, Arist.HA 614b31 : in pl., of the scattered dwellings of people not yet collected in cities, Th.6.88, cf.οἰκέω B. 11
;ἡ περὶ τὰ τῶν πόλεών τε καὶ οἰκήσεων διακόσμησις Pl.Smp. 209a
, cf. Lg. 681a : but the distn. is not always observed, cf. ib. 685a, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἴκησις
-
6 περίβολος
II as Subst. περίβολος, ὁ, = περιβολή, ἐχίδνης περίβολοι spires or coils of a serpent, E. Ion 993: in pl., π. λάϊνοι, of a tomb, Id.Tr. 1141 : sg., enclosing wall, Hdt.1.181 ; of a town wall, Th.1.89 ; ἐν οἰκείῳ π. in a cage of his own, Pl.Tht. 197c ; of the body as the case of the soul, Id.Cra. 400c ;περίβολοι οἰκήσεων Id.R. 548a
; wall of the heart, Hp.Cord.4.2 area enclosed, enclosure,π. νεωρίων E.Hel. 1530
; ὁ τῆς πόλεως π. Pl.Lg. 759a ;ἀμπελώνων PGrenf.2.28.13
(ii B.C.); of a temple, precinct,π. ἱεροῦ LXX Si. 50.2
, cf. 2 Ma.6.4, 4 Ma.4.11, J.AJ15.11.5, Porph.Abst.2.54 ; ὁ τῶν Ὡρῶν π. BMus.Inscr. 1044 ([place name] Attaleia): metaph.,πρόθυρα καὶ περιβόλους καὶ αὐλὰς τῇ ἀρχῇ περιέθηκεν Plu.Sol.32
.III neut., περίβολα πυρὶ φλεγόμενα fire- balls, Tim.Pers.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίβολος
См. также в других словарях:
Καρδίτσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.576 τ. χλμ., 129.541 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας με πρωτεύουσα την Καρδίτσα. Συνορεύει στα Β με τον νομό Τρικάλων, στα Α με τον νομό Λαρίσης, στα ΝΑ με τον νομό Φθιώτιδος, στα Ν με τους νομούς Ευρυτανίας και… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
θεοδόσιος — I Όνομα αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. 1. Θ. ο Μέγας (Ισπανία 346 – Μιλάνο 395). Αυτοκράτορας της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (379 395) και μετά το 388 και της Δυτικής. Στην Ανατολή διαδέχθηκε τον Βαλέντιο –που βρήκε τραγικό τέλος στην… … Dictionary of Greek